- φαντασιοπληξία
- η1. φαντασιοκοπία (βλ. λ.).2. ιδιοτροπία, παραξενιά: Μονόχνοτος άνθρωπος γεμάτος φαντασιοπληξίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαντασιοπληξία — η, Ν 1. ενέργεια ή σκέψη φαντασιόπληκτου, φαντασιοκοπία 2. ιδιότροπη εκδήλωση, εκκεντρικότητα, καπρίτσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασιόπληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek
αεροβασία — η [αεροβάτης] πορεία, βάδισμα στον αέρα (κυρίως με μτφ. σημ.) φαντασιοπληξία, φαντασιοκοπία … Dictionary of Greek
νεφελοκοκκυγία — η (Α νεφελοκοκκυγία) φανταστική πόλη που κατά τον Αριστοφάνη κτίσθηκε από πουλιά πάνω στα σύννεφα και με την οποία ο μεγάλος κωμικός θέλησε να παρουσιάσει σκωπτικά την πόλη τών Αθηνών και να χλευάσει την ανοησία τών πολιτών της νεοελλ. μτφ.… … Dictionary of Greek
ονειροπληξία — η [ονειρόπληκτος] το να είναι κάποιος ονειροπαρμένος, φαντασιοπληξία … Dictionary of Greek
πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… … Dictionary of Greek